Κυριακή 26 Αυγούστου 2007

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ

Αθλητική Ενωση Λάρισας… Μια «βασίλισσα» με πολυτάραχη ζωή, που έμελλε να γράψει λαμπρή ιστορία καθισμένη περήφανα στον θρόνο του ελληνικού ποδοσφαίρου, αλλά και να βιώσει το σκληρό πρόσωπο της μοίρας της, μένοντας για χρόνια έκπτωτη και ταπεινωμένη στο περιθώριο.

«Βασίλισσα του κάμπου», «Βασίλισσα της Θεσσαλίας», «Βασίλισσα ολόκληρης της ανοιξιάτικης Ελλάδας», όταν πρωτομαγιά του ’88 οι «11 θεοί του Ολύμπου» πατούσαν την απρόσιτη κορυφή της απόλυτης καταξίωσης κι επέστρεφαν καλπάζοντας τροπαιούχοι στα …ανάκτορα του Αλκαζάρ.

Μα πάνω απ’ όλα «βασίλισσα» στις βυσσινί καρδιές των απανταχού Λαρισαίων φιλάθλων, που μόνο μια ομάδα ξέρουν ν’ αγαπούν, να τιμούν και να αναγνωρίζουν στα που πέρασαν και σ’ εκείνα που θα ‘ρθουν…

Α.Ε.Λ., το παραμύθι που έγινε μύθος… Ένας μύθος που ξεκίνησε – ίσως όχι τυχαία κι αυτός - μια άνοιξη!

Η 17η Μαΐου 1964 αναφέρεται ως η ακριβής ημερομηνία ίδρυσης της ΑΕΛ, καθώς τότε, μετά από ένα μπαράζ συσκέψεων και συζητήσεων, πραγματοποιήθηκε στο Δ.Ω.Λ. η τελευταία και καταλυτική συνέλευση των σωματείων του νομού, όπου αποφασίσθηκε η συγχώνευση του Λαρισαϊκού, του Ηρακλή, του Άρη και του Τοξότη.

Η Αθλητική Ένωση Λάρισας ήταν πλέον μια πραγματικότητα, σχεδιασμένη πάνω στο φόντο της Β’ Εθνικής, στις αποχρώσεις του βυσσινί και του λευκού κι όχι του ασπρόμαυρου, όπως αρχικά είχε αποφασισθεί… Τυπικά, η μετατροπή του καταστατικού του Ηρακλή λίγες ημέρες μετά, την 22η Μαΐου και η έγκρισή του στις 8 Ιουνίου, έδωσε στην ΑΕΛ υπόσταση, ενώ οι ομάδες Δήμητρα, Δόξα Εμποροϋπαλλήλων (με βάση τον Άρη και τους Εμποροϋπαλλήλους), Πελασγιώτιδα (με βάση Λαρισαϊκό και Πελασγικό) και Όλυμπος (με βάση Τοξότη και Πανθεσσαλικό), συμπλήρωναν αυτή τη μεγάλη ποδοσφαιρική οικογένεια αγωνιζόμενες σε μικρότερες κατηγορίες.

Την 7η Ιουνίου, στο θρυλικό Αλκαζάρ, καταγράφεται η πρώτη αγωνιστική εμφάνιση, με νίκη 2 – 1 επί του ισχυρού τότε Πανιωνίου, σ’ ένα φιλικό παιχνίδι με πανηγυρικό χαρακτήρα, όπου την ομάδα της ΑΕΛ αποτελούσαν ποδοσφαιριστές επιλεγμένοι από τον Λαρισαϊκό, τον Ηρακλή, τον Αρη, τον Τοξότη, τον Πανθεσσαλικό, τον Πελασγικό και την Ανάπλαση Τυρνάβου.

Τις επιλογές αυτές επισημοποίησε λίγο αργότερα ο κ. Πέτροβιτς, ο ξένος προπονητής που προσελήφθη για να εξασφαλισθεί η αμεροληψία στην στελέχωση της ομάδας. Ετσι, ονόματα παικτών όπως του Ζάμπα, του Καρέλια, του Κυριάκου, του Λέλλη, του Παπάζογλου, του Κάσσα, του Σαλταπίδα, του Δελφού, του Κατσιάνη και πολλών ακόμη, πέρασαν στην ιστορία και σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή.

Όλα λοιπόν ήταν έτοιμα για την εκκίνηση, υπό την διοικητική σκέπη ενός 15μελούς …οικουμενικού Συμβουλίου, το οποίο απαρτίζονταν από εκπροσώπους αθλητικών σωματείων και φορέων της πόλης και στο οποίο την ιδιότητα του προέδρου κατείχε ο πρώην πρόεδρος του Ηρακλή Κ. Τζοβαρίδης.

…Και το πρωτάθλημα αρχίζει! Τα παραδείγματα άλλων περιοχών, όπου οι συγχωνεύσεις και η δημιουργία ομάδων …κρούσης έφεραν άμεσα την άνοδο στην Α’ Εθνική, δημιούργησαν εκ προοιμίου μια υπεραισιοδοξία που δυστυχώς – όπως συμβαίνει συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις – δεν επαληθεύτηκε. Η ομάδα τερματίζει την σεζόν 1964 – 65 στην 5η θέση αλλά δεν απογοητεύεται και την επόμενη χρονιά διεκδικεί πάλι την άνοδο, βελτιώνοντας όμως τον τελικό της απολογισμό κατά δύο θέσεις. Ακόμη συζητιέται στη Λάρισα το ντέρμπυ εκείνης της περιόδου στα Μέγαρα, όπου και χάθηκε ουσιαστικά η άνοδος.



Η απογοήτευση δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι και διοικητικά δεν παραδίδονταν μαθήματα σταθερότητας, καθώς ουδέποτε κατάφερε η διοίκησή της – πλην της πρώτης - να ολοκληρώσει την προβλεπόμενη διετία με την ίδια σύνθεση, τουλάχιστον ως προς την ηγεσία της. Έτσι, παρότι θρυλικά ονόματα όπως του Μινάρδου, του Χέλμη και του Γιούρκα Σεϊταρίδη του 1ου πέρασαν από το …τιμόνι της ΑΕΛ, η καθοδική πορεία έμοιαζε αναπόφευκτη, οδηγώντας την το 1969, με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, στην ουρά του βαθμολογικού πίνακα…

Η πτώση θα ‘ταν φυσικά αναπόφευκτη αν οι πολιτικές συνθήκες της εποχής και το γεγονός ότι ομάδες ισχυρών ανδρών βρισκόταν στην ίδια δυσχερή θέση, δεν έφερναν μια αύξηση των δύο ομίλων σε τρεις κι ως εκ τούτου την παραμονή της ΑΕΛ, των Χανίων και του Ιωνικού στην Β’ Εθνική, ελέω Ασλανίδη.

Ωστόσο, το ταρακούνημα που υπέστησαν τα θεμέλια της ομάδας ήταν τέτοιο, ώστε αφύπνισε αρκετούς από τους παράγοντες κι επέφερε μια στοιχειώδη συσπείρωση, μ’ αποτέλεσμα να μην απειληθεί στο εξής η θέση της στην κατηγορία…

Μάλιστα, με την είσοδο στην δεκαετία του ’70, την εμφάνιση στο διοικητικό προσκήνιο της οικογένειας Καντώνια και την αλλαγή φρουράς στο έμψυχο υλικό, με τον ερχομό κάποιων έμπειρων μη Λαρισαίων παικτών όπως ο Σημαντήρης κι αργότερα ο Κυζίρογλου, ο Χαριτίδης ή ο Νικηφοράκης, που πλαισίωσαν το ταλέντο του Λάκη Παγκαρλιώτα και της παρέας του, ο άνεμος άρχισε να γίνεται πάλι ούριος και η ΑΕΛ πρωταγωνίστρια…

Φτάσαμε λοιπόν αισίως στην 25η Ιουνίου 1972 και στον ιστορικό αγώνα των Σερρών, που έδωσε την καλύτερη αφορμή στον Ασλανίδη για να πάρει πίσω τα …δανεικά και ν’ αφήσει τον διαιτητή, τους γηπεδούχους και τα δήθεν ανεξάρτητα αρμόδια όργανα, να κάνουν ό,τι θέλουν προκειμένου να εξασφαλίσουν το τελικό 1 – 1 και την άνοδο του Πανσερραϊκού, αντί της ΑΕΛ, στην Α’ Εθνική.

Τότε, η εξόρμηση 3.000 Λαρισαίων στην μακεδονική πόλη θεωρήθηκε σταθμός κι αν το αποτέλεσμα δεν τους αποζημίωσε άμεσα δεν πτοήθηκε κανείς. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι… Μοιραία λοιπόν, ότι δεν κατάφερε τότε η ομάδα του Πολυχρονίου, το κατάφερε έναν χρόνο μετά εκείνη του Καραμφίλοβιτς

Μια περίοδος που ξεκίνησε με πρόεδρο τον Αντώνη Καντώνια, συνεχίσθηκε με τον Μιχάλη Κίττα και κατέληξε με επικεφαλής τον δήμαρχο Μεσσήνη, έμελλε να είναι η κορυφαία ως τότε για τους «βυσσινί», που στις 23 Ιουνίου 1973 πανηγύρισαν επιτέλους την πολυπόθητη άνοδο.

Ήταν η χρονιά που πέταξε από την Αργεντινή και προσγειώθηκε στο Αλκαζάρ η παρέα του Οράσιο Μοράλες και του Χιλ, του Βαγιέχο, του αδικοχαμένου Ντάους και του Καβόλι, ο οποίος μόλις λίγους μήνες πριν είχε αγωνισθεί με την Ιντεπεντιέντε κόντρα στη Μίλαν για το Διηπειρωτικό!

Ηταν επίσης η χρονιά που πολιτογραφήθηκε Λαρισαίος ο Μανώλης Ρακιτζόγλου, ενώ ο Μίλτος Σεϊταρίδης ακολούθησε τα χνάρια της υπόλοιπης οικογένειας, για να συναντήσει στην Λάρισα τον μικρό αδελφό του Δημήτρη κι όλοι μαζί την αναπόφευκτη επιτυχία.

Η ΑΕΛ αναδείχθηκε πρωταθλήτρια με χαρακτηριστική άνεση, γεγονός που γιόρτασε δεόντως ολόκληρη η πόλη…

Το όνειρο, που τότε – για τον πολύ κόσμο – έφτανε ως εκεί, είχε γίνει πραγματικότητα. Η ΑΕΛ ξεκινούσε την σεζόν 1973 – 74 στην Α’ Εθνική, με τον ενθουσιασμό της νεοφώτιστης, αλλά και σαφώς ικανό έμψυχο υλικό, μπολιασμένο από το ταλέντο και την γνώση των Κυριακίδη, Ματζουράκη και Δράμαλη, για την κατηγορία.

Η συνολική πορεία βασίσθηκε στην δύναμη της έδρας και η τελική 9η θέση κρίνεται άκρως επιτυχημένη, δεδομένου ότι μεσολάβησε και η υποχρεωτική αντικατάσταση του προπονητή Καραμφίλοβιτς, του οποίου έληξε η άδεια παραμονής στην χώρα μας, με τον Βούλγαρο Κότσεφ.

Ωστόσο, μια ομάδα που χτίσθηκε πάνω σε λεγεωνάριους, χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει την οικονομική της ευρωστία, ήταν και τότε, όπως και σήμερα, καταδικασμένη. Έτσι, από την επόμενη κιόλας χρονιά άρχισαν τα προβλήματα, τα οποία επέφεραν αναταραχή, βιαστικές επιλογές, κρίσεις και συχνές ανακατατάξεις σε όλους τους τομείς.

Μοιραία λοιπόν, ο υποβιβασμός δεν αποφεύχθηκε και η ΑΕΛ επέστρεψε στην Β’ Εθνική. Τότε, έγινε το πρώτο ξεκαθάρισμα και δειλά – δειλά, αφού δεν ήταν εφικτή η άμεση επάνοδος, ξεκίνησε η αναδημιουργία της ομάδας πάνω σε Λαρισαίους κυρίως παίκτες. Οι πιο έμπειροι Σιαβάλας, Μπούτος, Λέλης, Στεργιάδης και Αργυρούλης αποτέλεσαν τον κορμό πάνω στον οποίο, όσο περνούσε ο χρόνος, άρχισαν να ξεπετάγονται τα …κλαριά που θ’ ανθίσουν στην συνέχεια την ποδοσφαιρική Λάρισα.

Βέβαια, η μεγάλη τομή από τον πρόεδρο Ηλία Κελεσίδη και τους συνεργάτες του στην διοίκηση, έγινε έναν χρόνο αργότερα, όταν είδαν κι αποείδαν κι αποφάσισαν να προωθηθεί στην πρώτη ομάδα η σπουδαία τότε β’ ομάδα της ΑΕΛ και να αποκτηθούν όλα τα ταλέντα που κατά γενική ομολογία ξεχώριζαν στο νομό. Ετσι, στις 26/5/77 που σε φιλικό κόντρα στην ΑΕΚ, έγινε στο Αλκαζάρ το πρώτο ματς υπό το φως των προβολέων, η ΑΕΛ παρατάχθηκε με τον Αναγνώστου, τον Μουσούρη κι εννέα Λαρισαίους ποδοσφαιριστές στην αρχική της σύνθεση. Ανάμεσα τους κάποιος Παραφέστας, κάποιος Βαλαώρας, κάποιος Κουκουλίτσιος και κάποιος Ανδρεούδης


Κι όμως, η διοικητική σταθερότητα που επέφερε η ανάληψη της προεδρίας από τον Σταύρο Τουρλακόπουλο και η ανάδειξη του Αντώνη Καντώνια σε επίτιμο πρόεδρο, η παρουσία νιάτων και ταλέντου στον αγωνιστικό χώρο και η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας αρχικά από τον Παύλο Γρηγοριάδη και στην πορεία από τον Γιάννη Ζαφειρόπουλο, οι οποίοι προφανώς συμφωνούσαν μ’ αυτή τη φιλοσοφία, έφεραν - ανέλπιστα για πολλούς – άμεσα αποτελέσματα.

Επρόκειτο αναμφισβήτητα για ένα υγιέστατο σύνολο παραγόντων και ποδοσφαιριστών, τους οποίους ένωνε το κοινό όραμα και όραμα ολόκληρης της πόλης, για την δημιουργία μιας ομάδας πρότυπο. Εκείνο το καλοκαίρι, του ’77, μεταξύ άλλων νεαρών ντύνεται στα βυσσινί και ο Δημήτρης Μουσιάρης, ενώ υπογράφει επίσημα και ο Γιάννης Βαλαώρας

Οι δύο τους, μαζί με τον Κουκουλίτσιο αλλά και τον Σελιώνη, δεν άργησαν να γίνουν στελέχη των «μικρών» Εθνικών ομάδων, προκαλώντας συζητήσεις και θαυμασμό σε όλη την Ελλάδα με τον …καλπασμό τους και καλπασμό ολόκληρης της ομάδας τους, η οποία στις 18/6/78, διαλύοντας με 1 – 4 τον Μακεδονικό στο …Αλκαζάρ της Ν. Ευκαρπίας και μετά από σκληρή μάχη σώμα με σώμα με τον Ολυμπιακό Βόλου, κατακτά υπερήφανα την επάνοδό της στην Α’ Εθνική.

Η ΑΕΛ επανήλθε πανηγυρικά στην Α’ Εθνική και πλέον, οι στέρεες βάσεις πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε αυτό το ποδοσφαιρικό οικοδόμημα, αποτέλεσαν εγγύηση για τα 18 χρόνια καθιέρωσης και καταξίωσης που ακολούθησαν…

Η πετυχημένη πολιτική των προσεγμένων επιλογών λίγων έμπειρων και πολλών νεαρών ταλαντούχων παικτών συνεχίσθηκε και η ΑΕΛ όχι μόνο δεν κινδύνευσε, αλλά άρχισε σιγά – σιγά να χτίζει ένα λαμπρό μέλλον, πετυχαίνοντας συχνά αποτελέσματα που «φώναζαν» πως κάτι γίνεται στον κάμπο, με λογική συνέπεια το ενδιαφέρον που εκδήλωναν οι μεγάλοι σύλλογοι της χώρας για τα ταλέντα της.

Ωστόσο, στο πλαίσιο της ίδιας πολιτικής και για μια ολόκληρη δεκαετία από τότε, δεν έγινε ανεξέλεγκτη διαχείριση αυτού του ταλέντου, που προοδευτικά φρόντισαν να καλλιεργήσουν προπονητές όπως ο Ρίμπαρ, ο Πολυχρονίου κι αργότερα ο δάσκαλος Αντώνης Γεωργιάδης. Ακόμη κι αν επιλεκτικά αποχωρούσαν κάποιοι παίκτες από το Αλκαζάρ, ήταν βέβαιο ότι υπήρχε πίσω ο αντικαταστάτης τους.

Έτσι, ενώ η ομάδα άλλαξε σε πολύ μεγάλο ποσοστό από την αρχή ως το τέλος της δεκαετίας του ’80, στην συνείδηση του κόσμου έχει παραμείνει ως μια και ενιαία εποχή. Ήταν η εποχή της ΑΕΛ ή καλύτερα της ΠΑΕ ΑΕΛ, αφού το καλοκαίρι του ’79 αποφασίσθηκε το ελληνικό ποδόσφαιρο να οργανωθεί πάνω σε επαγγελματική βάση, την ποιότητα της οποίας βιώνουμε όλοι μας από τότε…

Ο αείμνηστος Αντώνης Καντώνιας, προβάλλοντας το κύρος και την ισχύ του ομίλου «Βιοκαρπέτ», ήταν αυτός που κατάφερε να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία αυτής της ΠΑΕ, με όπλα την υποδειγματική οργάνωση και την χάραξη σαφέστατης στρατηγικής που στόχο είχε να φτάσει την ΑΕΛ ψηλά.

Λόγοι υγείας δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει από την προεδρία της προσωρινής επιτροπής στην προεδρία και της πρώτης διοίκησης, την οποία ανέλαβε ο Σίμος Παλαιοχωρλίδης, αλλά είχε ήδη καταφέρει πάρα πολλά…

Δυστυχώς, η απόδειξη της ισχύος του αγωνιστικού και οργανωτικού έργου που είχε επιτευχθεί στην ΑΕΛ, ήρθε με τον τραγικότερο τρόπο, καθώς στις 6 του Σεπτέμβρη, οι αγαπημένοι Δημήτρηδες ολόκληρης της Λάρισας, ο Κουκουλίτσιος και ο Μουσιάρης, έπεσαν θύματα ενός φρικτού τροχαίου δυστυχήματος επιστρέφοντας από προπόνηση της Εθνικής Ελπίδων.

Κι όμως, ακόμη κανείς δεν τους έχει ξεχάσει, ίσως γιατί φρόντισε γι’ αυτό ο τρίτος της τότε παρέας, ο Γιάννης Βαλαώρας, που αφού επιβίωσε του δυστυχήματος και ξεπέρασε το σοκ, βάλθηκε ν’ αγωνίζεται και για τους τρεις, προσφέροντάς μας αξέχαστες στιγμές… Ωστόσο, ποτέ δεν έπαψε να πλανάται το ερώτημα:Τι μεγαλύτερο θα μπορούσε άραγε να μας προσφέρει εκείνη η ΑΕΛ, αν η μεγαλύτερή της ποδοσφαιρική επένδυση, τα δύο αυτά καμάρια της, δεν έσβηναν τόσο πρόωρα στην άσφαλτο;

Το σύνθημα «ζουν – ζουν αυτοί μας οδηγούν» δονούσε από τότε την ατμόσφαιρα του Αλκαζάρ, η τεράστια πινακίδα της κερκίδας των «Ιερολοχιτών» ανυψώθηκε στην Θύρα 10, το πάθος στον κόσμο και τους υπόλοιπους παίκτες περίσσευε κι όλοι μαζί κατάφεραν ακόμη και κόντρα σ’ αυτή η φοβερή απώλεια, τους κακούς οιωνούς, να κρατήσουν την ομάδα όρθια.

Το ποτάμι δεν γύριζε με τίποτα πίσω… Με σταθερή διοίκηση, νέα πρόσωπα στο ρόστερ τον Μαλουμίδη, τον Γκαλίτσιο, τον Γκόλαντα και προοδευτικά τον Βουτυρίτσα με τον Μητσιμπόνα και την έλευση στην τεχνική ηγεσία του Αντώνη Γεωργιάδη, η ΑΕΛ άρχιζε να δείχνει τα δόντια της στους «μεγάλους» και να γράφει σελίδες δόξας.

Καλύτερη επαρχιακή ομάδα την σεζόν 1980 - ’81 και διεκδίκηση της εξόδου στο ΟΥΕΦΑ την τελευταία αγωνιστική… Συμμετοχή στον τελικό του κυπέλλου το καλοκαίρι του ’82 και άδικη ήττα 1 – 0 από τον ΠΑΟ στη Ν.Φιλαδέλφεια, ελέω πατέρα Βασσάρα και της παντοδυναμίας του Γιώργου Βαρδινογιάννη, που προσπαθούσε να επιβάλλει τον Ρότσα ως Μπουμπλή και πέτυχε την διεξαγωγή του τελικού πριν την λήξη του πρωταθλήματος και του μπαράζ ΠΑΟ – Ολυμπιακού, βέβαιος ότι θα εξασφάλιζε εκ προοιμίου έναν τίτλο!

Οι «βυσσινί» δεν πτοήθηκαν… Κράτησαν τον θαυμασμό, την αναγνώριση και το χειροκρότημα του απλού κόσμου, ο οποίος υποκλίθηκε σ’ αυτήν όταν την αμέσως επόμενη σεζόν έφτασε να διεκδικεί ακόμη και τον τίτλο, μετά τη νίκη του β’ γύρου στο Καραϊσκάκη, στο ντέρμπυ …κορυφής με τον Ολυμπιακό.

Και η 2η θέση όμως συνιστούσε την απόλυτη καταξίωση των παιδιών του Γιάτσεκ Γκμοχ, ο οποίος αμφισβητήθηκε μεν έντονα για το μέτριο ξεκίνημα της ομάδας στο πρωτάθλημα, αλλά στηρίχθηκε αποφασιστικά από την διοίκηση του Αδάμου Τσιάχα και του ομίλου, στις δύσκολες εκείνες ώρες. Επρόκειτο για μια διοικητική επιλογή που ακόμη και σήμερα αποτελεί παράδειγμα για ολόκληρο το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Η παρακαταθήκη που άφησε εκείνη η σεζόν στο έμψυχο υλικό, ήταν έναν αμυντικό ογκόλιθο που άκουγε στο όνομα Γιώργος Μητσιμπόνας, έναν φορ σαν τον Μιχάλη Ζιώγα, που ήξερε όσο κανείς άλλος να βρίσκεται την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη θέση μέσα στην περιοχή και φυσικά έναν προπονητή μέσα στον αγωνιστικό χώρο, που δεν ήταν άλλος από τον Πολωνό διεθνή Κάζιμρ Κμίετσικ.

Αυτονόητη ήταν βέβαια η πρώτη ευρωπαϊκή έξοδος και η συμμετοχή στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ της επόμενης περιόδου. Έτσι, στις 14 Σεπτεμβρίου του ’83 η ουγγρική Χόνβεντ του νεαρού τότε Ντέταρι, του Εστερχάζι, του Νάγκι, του Μπότονι, του Ντάϊκα και των υπολοίπων διεθνών παρατάχθηκε ενώπιον της ΑΕΛ για 90 γι’ αυτήν μαρτυρικά λεπτά, η λήξη των οποίων βρήκε τους Ούγγρους ευχαριστημένους που έφυγαν μόνο με 2 – 0 από το Αλκαζάρ.

Κι αν στον επαναληπτικό οι «βυσσινί» αποκλείσθηκαν στην παράταση με 3 – 0, φταίει όχι μόνο η απειρία τους αλλά και το ρεσιτάλ χαμένων ευκαιριών του πρώτου αγώνα. Ας είναι…

Ο Βάλτερ Σκότσικ είχε βρει την ομάδα στρωμένη, αλλά λίγο κουρασμένη κι αν και στο πρωτάθλημα δεν επέδειξε σταθερή πορεία, δεν παρέλειψε να δηλώσει παρούσα σ’ έναν ακόμη τελικό κυπέλλου. Αντίπαλος στις 6 Ιουνίου του ’84 πάλι ο Παναθηναϊκός, αυτή τη φορά στο ΟΑΚΑ, το οποίο χρησιμοποιούσε εκείνη την εποχή σαν έδρα του. Η μέτρια εμφάνιση της ΑΕΛ, που ίσως δικαιολογείται από την ένταση της μάχης του προημιτελικού με τον Ηρακλή και την απώλεια του τιμωρημένου Βαλαώρα, έφερε την φυσιολογική ήττα με 2 – 0, αφήνοντας στους Λαρισαίους μια πικρία, την οποία μετρίαζε η έξοδος στο κύπελλο κυπελλούχων, αφού οι «πράσινοι» κατακτούσαν το νταμπλ.

Τρία μέτωπα λοιπόν και πάλι για τους «βυσσινί»; Γιατί όχι… Διέθεταν πλέον μια ώριμη ομάδα και μπορούσαν να αντεπεξέλθουν, όπως δικαίως πίστευε και η διοίκηση Σαμαρά και ο Αντρέϊ Στρεϊλάου, που έφερε μαζί του από την Πολωνία κι ένα γνήσιο ποδοσφαιρικό άλογο ονόματι Κριστόφ Ανταμτσικ.

Η πρόκριση στους «8» του κυπελλούχων μετά τον αποκλεισμό της ουγγρικής Σιόφοκ με 1 – 1 εκτός και 2 – 0 στο Αλκαζάρ και της ελβετικής Σερβέτ με δύο νίκες (2 – 1 στο Αλκαζάρ και 1 – 0 στο Σαρμίγ εκείνη την ονειρεμένη βραδιά) έφεραν την ΑΕΛ απέναντι στην Δυναμό Μόσχας και την κορυφαία πρόκληση της 20χρονης τότε ιστορίας της. Κι όμως η σωρεία των χαμένων ευκαιριών στο 0 – 0 του Αλκαζάρ κι η ήττα με 1 – 0 στη Ρωσία, από ένα μακρινό σουτ που ακόμη δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν έστειλε τη μπάλα μέσα ή έξω από την γραμμή της εστίας, στοίχισαν έναν άδικο αποκλεισμό.

Η ομάδα εκείνη όμως, που για πολλούς απέδωσε το καλύτερο ποδόσφαιρο που παρουσίασε ποτέ η ΑΕΛ, ήταν ασταμάτητη κι αποφασισμένη να κάνει επιτέλους την υπέρβαση και να φτάσει σ’ έναν τίτλο. Τον τίτλο αυτό δεν μπόρεσε να της τον δώσει το πρωτάθλημα, παρότι η επίθεσή της σημείωσε ρεκόρ παραγωγικότητας σε μια σεζόν, της τον έδωσε όμως το κύπελλο, στον τελικό του οποίου προκρίθηκε για τρίτη και …φαρμακερή φορά.

Το τελικό 4 – 1 επί του πρωταθλητή ΠΑΟΚ στο ΟΑΚΑ, στις 22 Ιουνίου του ’85, τα λέει όλα για την εμφάνιση της ομάδας που είχε ήδη αρχίσει να αποκτά οπαδούς σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδας και να γεμίζει τα γήπεδα όπου κι αν αγωνιζόταν.

Οι πανηγυρισμοί που ακολούθησαν ήταν ξέφρενοι και η υποδοχή του κυπέλλου στην Λάρισα ένα γεγονός αξέχαστο για όσους είχαν την τύχη να το ζήσουν…

Με άλλον αέρα πλέον η ΑΕΛ, ρίχνεται φιλόδοξη στις μάχες που την περίμεναν σε Ελλάδα και Ευρώπη, αλλά δεν τα κατάφερε, παρότι αντιμετώπισε στα ίσα την περίφημη Σαμπντόρια εκείνης της εποχής και για έναν περίπου γύρο περιλαμβάνονταν στο γκρουπ των πρωτοπόρων του πρωταθλήματος.

Ίσως να κουράστηκε, ίσως πάλι να της στοίχισε τόσο πολύ η φυγή του μαέστρου της, του αγαπημένου «Κάζιο», για τους Κίκερς Στουτγκάρδης… Ο συμπατριώτης του Κούπτσεβιτς, που τον αντικατέστησε, παρότι προερχόταν από την καλύτερη ενδεκάδα του προ τριετίας Μουντιάλ της Ισπανίας, είχε προβλήματα τραυματισμών και δεν βοήθησε όσο μπορούσε.

Ωστόσο, η σεζόν ’85 – ’86 άφησε επίσης πίσω της μια ξεχωριστή γεύση, αφού πολύ σπουδαίοι ποδοσφαιριστές όπως ο Σκοτσέζος Σούνες, ο Αγγλος Φράνσις και οι Ιταλοί διεθνείς Μπορντόν, Βιέρκοβουντ, Ματεόλι, Μανίνι, Πελεγκρίνι, Μαντσίνι και Βιάλι, ίδρωσαν για να πάρουν την πρόκριση από τους «βυσσινί», δραπετεύοντας με 1 – 1 και γκολ στα τελευταία λεπτά από το Αλκαζάρ και νικώντας με 1 – 0 στην Γένοβα. Δήμιος της ΑΕΛ, σκοράροντας και τα δύο γκολ της «Σαμπ», ο μεγάλος Ρομπέρτο Μαντσίνι.

Και να μην ξεχνιώμαστε… Εκείνη την περίοδο, στην κατάληξη ενός μεταγραφικού θρίλερ, αποκτήθηκε από τον Τοξότη και ντύθηκε στα βυσσινί, κάνοντας τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, ο αποκαλούμενος «Τσίλας» και μετέπειτα «μάγος», Βασίλης Καραπιάλης.

Η δική του καθιέρωση, μαζί με δύο – τρία ακόμη σημαντικά γεγονότα, χρωμάτισαν την επόμενη χρονιά, την πλέον αδιάφορη αγωνιστικά για την ΑΕΛ εκείνης της δεκαετίας. Η ανάληψη της διοίκησης από τον Στέλιο Καντώνια και η επιστροφή του Γιάτσεκ Γκμοχ αποτέλεσαν τις εγγυήσεις για την μεγάλη αντεπίθεση της νέας περιόδου.

Κανένα χρώμα όμως δεν ήταν δυνατότερο από το μαύρο του πένθους, με το οποίο σκέπασε τον λαρισινό ουρανό η εγκληματική ενέργεια οπαδού του ΠΑΟΚ, ο οποίος εκτοξεύοντας φωτοβολίδα προς την θύρα των Λαρισαίων, ξάπλωσε νεκρό στις κερκίδες του Αλκαζάρ τον ανυποψίαστο καθηγητή Χαράλαμπο Μπλιώνα.

Εκείνη την ημέρα, στις 26 Οκτωβρίου του 1986, γράφτηκε η θλιβερότερη σελίδα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου κι όσο κι αν τίποτα σπουδαιότερο δεν υπάρχει από την απώλεια μιας ζωής, μπορούμε απερίφραστα να πούμε ότι μόλις έναν χρόνο μετά, το ίδιο ελληνικό ποδόσφαιρο γνώρισε την ενδοξότερη στιγμή του, στέφοντας «βασίλισσά»
του την μοναδική ομάδα της περιφέρειας που κάθισε ποτέ στον θρόνο.


Και πάλι όμως, ο δρόμος ως εκεί, δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα… Η μη ανανέωση των συμβολαίων Παραφέστα κι Ανδρεούδη το καλοκαίρι και η παραχώρηση του Πλίτση στον Ολυμπιακό τον Δεκέμβριο, δεν ήταν επιλογές που χαιρετίστηκαν με ικανοποίηση από τον κόσμο, αλλά η επιτυχημένη πορεία της ομάδας σε συνδυασμό με την ανατολή του άστρου του Καραπιάλη, περιόρισαν στο ελάχιστο κάθε διάθεση αντιπολίτευσης.

Όταν μάλιστα στις 16 Μαρτίου του ’88 ανακοινώθηκε από τον αθλητικό δικαστή απόφαση αφαίρεσης 4 βαθμών από την ΑΕΛ λόγω των διάσημων πλέον ούρων του βούλγαρου επιθετικού με την πολύ μικρή συμμετοχή, Γκιόργκι Τσίγκοφ, η Λάρισα έγινε μια γροθιά και σε χρόνο μηδέν έκοψε την Ελλάδα στα δύο, διεκδικώντας το δίκιο της κι ότι είχε κατακτήσει ως τότε μέσα στα γήπεδα.

Τα οδοφράγματα στην εθνική οδό κράτησαν 5 ολόκληρες μέρες, ώσπου με παρέμβαση της πολιτικής ηγεσίας του αθλητισμού πάρθηκε μια γενναία απόφαση για την αποκατάσταση της τάξης, με την αλλαγή του επίμαχου άρθρου. Από τις 21 Μαρτίου του ’88 οι ομάδες έπαψαν να θεωρούνται συνυπεύθυνες για κάθε πιθανό ντοπάρισμα αθλητή τους.

Η ΑΕΛ όμως, ήταν κατ’ εξοχήν υπεύθυνη για το ντοπάρισμα του κόσμου της, που την βοήθησε στη συνέχεια να ξεπεράσει την αμφισβήτηση και το άγχος και να φτάσει περήφανη στο 87ο λεπτό της προτελευταίας αγωνιστικής, όταν εκείνο το απίστευτο βολ πλανέ του Μητσιμπόνα «ξάπλωνε» στο χόρτο τους παίκτες του Ηρακλή κι εκτόξευε στο διάστημα τον ενθουσιασμό του πλήθους.

Πρωτομαγιά του 1988… Ένας Θεός ξέρει πως χώρεσε τόσος κόσμος εκείνη την ημέρα στο Αλκαζάρ… Λες και ήταν εκεί όλη η Λάρισα, η οποία ξενύχτησε έπειτα για μέρες, γλεντώντας και πανηγυρίζοντας αυτόν τον ανεπανάληπτο άθλο.

Κάπου εκεί άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση… Η ΑΕΛ είχε βγάλει την ανηφόρα, έφτασε στην κορυφή κι έπρεπε ν’ αρχίσει να κατηφορίζει… Ο κύκλος μιας μεγάλης ομάδας είχε κλείσει! Ισως αν η Ξαμάξ δεν γύριζε το ματς του Νοσατέλ και δεν το έστελνε με 2 – 1 στην παράταση και στα άτυχα για τους «βυσσινί» πέναλτυ, το κύπελλο πρωταθλητριών να κρατούσε κι αυτό το όνομα της ΑΕΛ στα κατάστοιχά του, εκεί που βασιλεύει όμως έτσι κι αλλιώς το καταπληκτικό γκολ του Καραπιάλη με το οποίο άνοιξε το σκορ του επαναληπτικού της Ελβετίας.

Αυτή ήταν και η τελευταία ευρωπαϊκή παρουσία της ΑΕΛ, που ακόμη πίστευε ότι μπορούσε να μείνει στο προσκήνιο… Το δυστύχημα ήταν εκείνοι που θαμπωμένοι από τον ενθουσιασμό των στιγμών, πίστεψαν ότι η ομάδα μπορούσε ν’ ανέβει ακόμη ψηλότερα και σύντομα απαίτησαν την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.

κει και πέρα παίκτες έφευγαν κι έρχονταν, διοικήσεις άλλαζαν χωρίς προγραμματισμό κι ανεξάρτητα από τις προθέσεις του καθενός, γεγονός είναι πως η ΑΕΛ έχασε σταδιακά την αξιοπιστία της εντός κι εκτός γηπέδων και μοιραία οδηγήθηκε οκτώ χρόνια μετά, Μάη του ’96, στον υποβιβασμό, τον οποίο είχε γλυτώσει το ’91, χάρη στον καταπληκτικό β’ γύρο που έκανε. Το χειρότερο όλων όμως, συνέβη στις 13 Σεπτέμβρη του ’97, όταν σταμάτησε το πέταγμα του αετού Γιώργου Μητσιμπόνα. Έστω κι αν δεν ήταν ακόμη παίκτης της, η Λάρισα αποχαιρέτισε μαζί του ένα μεγάλο μέρος από το πάθος της για διάκριση και νίκη.

Γενικότερα, παρότι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές όπως ο επίσης αδικοχαμένος Λευτέρης Μήλος, ο Στέφαν Στόικα, ο Πάολο Ντα Σίλβα κι ο Βαγγέλης Τσουκάλης, φόρεσαν τη φανέλα της και προσπάθησαν να της δώσουν την χαμένη της αίγλη, δεν κατάφεραν τίποτα περισσότερο από κάποια αποτελέσματα – αναλαμπές, σε μια προδιαγραφόμενη καθοδική πορεία, που ήρθε να ενισχύσει η περίοδος Μπατατούδη, ο οποίος διαδέχθηκε το Νίκο Παπανικολάου στα τέλη της δεκαετίας του ‘90.

Οι φιλότιμες προσπάθειες ντόπιων παραγόντων να κρατήσουν την ομάδα όρθια δεν ευοδώθηκαν, τα χρέη που στο μεταξύ είχαν συσσωρευτεί βάραιναν στις πλάτες της και κανείς δεν μπόρεσε αυτή τη φορά, το καλοκαίρι του 2001, να την σώσει… Η ΑΕΛ έπεφτε για πρώτη φορά στην Γ’ Εθνική κι έπρεπε να φτάσει στον πάτο για να σηκώσει πάλι κεφάλι, εκμεταλλευόμενη τον ευεργετικό νόμο περί ειδικής εκκαθάρισης…


Κάπου εκεί εμφανίσθηκε στο προσκήνιο ο Νίκος Σωτηρούλης, που συντροφιά με τον αξέχαστο φίλο και συνεργάτη του Γιώργο Κατσογιάννη και την στήριξη των παραγόντων της Ερασιτεχνικής ΑΕΛ, με προεξάρχοντες τους Ηλία Φασούλα και Ζήση Χελιδώνη, πάλεψε τις πρώτες αρνητικές δικαστικές αποφάσεις, άντεξε στο κυνήγι ακόμη και της FIFA και δικαιώθηκε όταν την 7η Μαρτίου 2003 γινόταν ιδιοκτήτης της ομάδας που έναν χρόνο μετά μετονομάσθηκε σε ΠΑΕ ΑΕΛ 1964 και πανηγύριζε την επάνοδό της στην Β’ Εθνική. Η αφήγηση των λεπτομερειών αυτών των τελευταίων χρόνων αποτελεί ίσως την μεγαλύτερη πρόκληση για όσους κληθούν στο μέλλον να μιλήσουν για την ΑΕΛ. Το βέβαιο σήμερα είναι ότι η ΑΕΛ έφτασε στα πρόθυρα της διάλυσης κι αφού επανιδρύθηκε, με ηγέτη της πλέον τον Κώστα Πηλαδάκη, έχει βάλει πλώρη για νέες μεγάλες στιγμές δόξας…



Κι επειδή η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί, η διοίκηση, η τεχνική ηγεσία με επικεφαλής τον Γιώργο Δώνη, οι ποδοσφαιριστές με ουσιαστικό αρχηγό τον Θωμά Κυπαρίσση κι ο ανεπανάληπτος φίλαθλος κόσμος, που προκάλεσε τον θαυμασμό όλης της Ελλάδας, οδήγησαν εκ του ασφαλούς την ΑΕΛ στην Α’ Εθνική, μετά από εννέα χρόνια απουσίας. Η σφραγίδα της ανόδου μπήκε την Κυριακή 15/5/2005 στην «βυσσινοκρατούμενη» Καστοριά, απ’ όπου η αποστολή επέστρεψε συνοδευόμενη από κομβόι αυτοκινήτων μήκος 5 (!!!) χιλιομέτρων, ενώ η υποδοχή σε Ελασσόνα και Αλκαζάρ από χιλιάδες φιλάθλους ήταν συγκλονιστική, όπως και η φιέστα για την απονομή του τίτλου, στις 25/5 στο κατάμεστο λαρισινό στάδιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: